- ψαροντούφεκο
- το, Νβλ. ψαροτούφεκο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψαροτούφεκο — Όργανο για τη σύλληψη ψαριών. Bλ. λ. αλιεία (υποβρύχιο ψάρεμα). * * * και ψαροντούφεκο, το, Ν είδος όπλου που εκτοξεύει μικρό καμάκι, συνδεδεμένο με το όπλο με ανθεκτικό νήμα, και το οποίο χρησιμοποιείται για την αλιεία μεγάλων κυρίως ψαριών.… … Dictionary of Greek